κατηγορικός — accusatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… … Dictionary of Greek
κατηγορικά — κατηγορικός accusatory neut nom/voc/acc pl κατηγορικά̱ , κατηγορικός accusatory fem nom/voc/acc dual κατηγορικά̱ , κατηγορικός accusatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικῶν — κατηγορικός accusatory fem gen pl κατηγορικός accusatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικόν — κατηγορικός accusatory masc acc sg κατηγορικός accusatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικαῖς — κατηγορικός accusatory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικαί — κατηγορικός accusatory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικοῖς — κατηγορικός accusatory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικοί — κατηγορικός accusatory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικοῦ — κατηγορικός accusatory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)